προδότης

προδότης
ο
θηλ. -δότρα και -δότισσα
1. αυτός που προδίνει την πατρίδα του.
2. αυτός που αθετεί τις ηθικές υποχρεώσεις του.
3. αυτός που αποκαλύπτει μυστικά ή κάποιον που κρύβεται: Την προδοσία πολλοί αγάπησαν, τον προδότη όμως κανένας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προδότης — betrayer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδότης — ο, ΝΜΑ, και στον Ερωτόκρ. προδοτής, και θηλ. τ. προδότρια και προδότρα και προδότισσα, Ν, και θηλ. τ. προδότις, ιδος, Α [προδίδωμι] 1. αυτός που αθετεί όρκο ή ηθική αρχή ή υποχρέωση (α. «προδότης τού αγώνα» β. «προδότης τών ὅρκων», Λυσ.) 2. αυτός …   Dictionary of Greek

  • προδοτής — ο, Ν βλ. προδότης …   Dictionary of Greek

  • προδόται — προδότης betrayer masc nom/voc pl προδότᾱͅ , προδότης betrayer masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδοτῶν — προδότης betrayer masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδόταις — προδότης betrayer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδότῃ — προδότης betrayer masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδότα — προδότᾱ , προδότης betrayer masc nom/voc/acc dual προδότης betrayer masc voc sg προδότᾱ , προδότης betrayer masc gen sg (doric aeolic) προδότης betrayer masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιμπροδότης — παλιμπροδότης, ὁ (Α) αυτός που προδίδει εναλλάξ και τα δύο μέρη, διπλός προδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + προδότης] …   Dictionary of Greek

  • συμπροδότης — ὁ, Μ [συμπροδίδωμι] ο επίσης προδότης, προδότης όπως και κάποιος άλλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”