προδότης — betrayer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδότης — ο, ΝΜΑ, και στον Ερωτόκρ. προδοτής, και θηλ. τ. προδότρια και προδότρα και προδότισσα, Ν, και θηλ. τ. προδότις, ιδος, Α [προδίδωμι] 1. αυτός που αθετεί όρκο ή ηθική αρχή ή υποχρέωση (α. «προδότης τού αγώνα» β. «προδότης τών ὅρκων», Λυσ.) 2. αυτός … Dictionary of Greek
προδοτής — ο, Ν βλ. προδότης … Dictionary of Greek
προδόται — προδότης betrayer masc nom/voc pl προδότᾱͅ , προδότης betrayer masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδοτῶν — προδότης betrayer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδόταις — προδότης betrayer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδότῃ — προδότης betrayer masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδότα — προδότᾱ , προδότης betrayer masc nom/voc/acc dual προδότης betrayer masc voc sg προδότᾱ , προδότης betrayer masc gen sg (doric aeolic) προδότης betrayer masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιμπροδότης — παλιμπροδότης, ὁ (Α) αυτός που προδίδει εναλλάξ και τα δύο μέρη, διπλός προδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + προδότης] … Dictionary of Greek
συμπροδότης — ὁ, Μ [συμπροδίδωμι] ο επίσης προδότης, προδότης όπως και κάποιος άλλος … Dictionary of Greek